-
1 προσωκειωμένοι
-
2 προσῳκειωμένοι
-
3 προσοικειόω
II [voice] Pass., οἱ προσῳκειωμένοι near relations, D.S.3.9.2 = οἰκειόω 11.1 b, Phld.D.3.2;πρὸς τὴν ἡδονήν Gal.4.819
.3 Astrol., to be associated in domicile with, Κρόνος -ωθεὶς τῇ Σελήνῃ Vett. Val.101.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσοικειόω
См. также в других словарях:
προσῳκειωμένοι — προσοικειόω assign to perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοικειώνω — προσοικειῶ, όω, ΝΑ [οἰκειῶ] νεοελλ. μέσ. προσοικειώνομαι α) (μτβ.) κάνω κάποιον φίλο μου ή οπαδό μου, τόν παίρνω με το μέρος μου, τόν προσεταιρίζομαι β) (αμτβ.) γίνομαι οικείος προς κάτι, προσαρμόζομαι, συνηθίζω («προσοικιώθηκε με τη νέα… … Dictionary of Greek